ἀδικία

ἀδικία
ἀδικ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A wrongdoing, injustice,

ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130

, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg.477c, al.;

τύχἡ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1

; 'foul' in racing, Anon.in SE30.15.
II wrongful act, offence, Hdt.6.136;

καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.1.3

:—in pl., Pl.Phd.82a, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδικία — ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc/acc dual ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν …   Dictionary of Greek

  • ἀδικίᾳ — ἀδικίαι , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικιά — η βλ. αδικία …   Dictionary of Greek

  • αδικία — η έλλειψη δικαιοσύνης: Αυτό που σου έγινε είναι μεγάλη αδικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικιά — η συκοφαντία: Του κόλλησαν την αδικιά, πως αυτός είχε κλέψει το πρόβατο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδίκια — ἀδίκιον malversation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίας — ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem acc pl ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίαι — ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικίαν — ἀδικίᾱν , ἀδικία wrongdoing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικιῶν — ἀδικία wrongdoing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”